Η Αλίκη Σταματίνα Βουγιουκλάκη το γένος Κουμουνδούρου, (20 Ιουλίου 1933-23 Ιουλίου 1996) υπήρξε μια δημοφιλέστατη ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γεννήθηκε στο Μαρούσι Αττικής, στην Αθήνα. Αδελφός της ο σκηνοθέτης Τάκης Βουγιουκλάκης.
Το υποκριτικό της ταλέντο φάνηκε από τα μαθητικά της χρόνια. Το 1952 έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε με Λίαν Καλώς. Προτού ακόμη αποφοιτήσει από τη Σχολή ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της από το θέατρο και από τα μέσα της δεκαετίας του '1950 άρχισε να εμφανίζεται στον κινηματογράφο σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Σύντομα καθιερώθηκε στο χώρο και λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητας που απέκτησε στο ευρύ κοινό ονομάστηκε (από τον Φιλοποίμενα Φίνο αρχικά) Εθνική Σταρ της Ελλάδας. Το 1960, της απονεμήθηκε το 1ο Βραβείο ερμηνείας Α' Γυναικείου ρόλου στο Α' Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην κινηματογραφική ταινία Μανταλένα, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου.
Ο Μάριος Πλωρίτης υπήρξε σύντροφος της. Στις 18 Ιανουαρίου 1965 παντρεύτηκε με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ, συμφοιτητή της στη Δραματική Σχολή και στις 4 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε ο γιος τους, Γιάννης. Στις 5 Ιουλίου 1975, οι δύο ηθοποιοί πήραν διαζύγιο (επισήμως λόγως ασυμφωνίας συμβιώσεως). Μαζί πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, από τα πιο εμπορικά και πετυχημένα στην ιστορία του ελληνικού θεάματος.
Η σημαντική εμπορική κάμψη που σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος ώθησε την Βουγιουκλάκη να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο. Το 1975 έφερε στην Ελλάδα τα μιούζικαλ, με το έργο του Νιλ Σάιμον "Καμπίρια". Ανέβασε επίσης με μεγάλη επιτυχία και άλλα έργα του είδους, όπως το "Καμπαρέ", τη "Τζούλια" και την "Εβίτα" με τελευταίο το μιούζικαλ "Η μελωδία της ευτυχίας".
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έκανε ένα δεύτερο γάμο το 1980 με τον κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη ο οποίος έμεινε μυστικός για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του. Η τελετη έγινε κυριολεκτικά στο κέντρο της Αθήνας (στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών) και το γεγονός αποκαλύψε το 1993 η ίδια σε τηλεοπτική εκπομπή. (Ενώπιος Ενωπίω - Νίκος Χατζηνικολάου).
Τελευταίος σύντροφος της ζωής της - για μια δεκαετία (1986)- ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος.
Πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών μετά από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Η σορός της τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 25 Ιουλίου 1996 η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της αλλά και απλού κόσμου παρά την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε.
Δέκα χρόνια μετά το θάνατό της, πήγε να τη συναντήσει η μητέρα της Έμμυ (Αιμιλία Βουγιουκλάκη - Κουμουνδούρου) στις 29 Ιουνίου 2006, σε ηλικία 96 ετών.
Το ευρύ κοινό στήριξε πάντοτε τη Βουγιουκλάκη σε όλα της τα καλλιτεχνικά εγχειρήματα. Ωστόσο μια μερίδα της κριτικής διατύπωσε αρκετές επιφυλάξεις, όχι τόσο για το ταλέντο της και τον επαγγελματισμό της όσο για τους μανιερισμούς και τα στερεότυπα που εισήγαγε στον χώρο του θεάματος. Παρά τις όποιες αδυναμίες της, η Βουγιουκλάκη όχι απλώς ως ηθοποιός αλλά ως είδωλο κατέληξε να αντιπροσωπεύει καλύτερα από κάθε άλλο καλλιτέχνη μια ολόκληρη εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας που έχει πολιτογραφηθεί στην κοινή συνείδηση ως η εποχή της νεότητας και της αθωότητας. [www.wikipedia.org]
Το υποκριτικό της ταλέντο φάνηκε από τα μαθητικά της χρόνια. Το 1952 έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου από την οποία αποφοίτησε με Λίαν Καλώς. Προτού ακόμη αποφοιτήσει από τη Σχολή ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της από το θέατρο και από τα μέσα της δεκαετίας του '1950 άρχισε να εμφανίζεται στον κινηματογράφο σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Σύντομα καθιερώθηκε στο χώρο και λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητας που απέκτησε στο ευρύ κοινό ονομάστηκε (από τον Φιλοποίμενα Φίνο αρχικά) Εθνική Σταρ της Ελλάδας. Το 1960, της απονεμήθηκε το 1ο Βραβείο ερμηνείας Α' Γυναικείου ρόλου στο Α' Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην κινηματογραφική ταινία Μανταλένα, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου.
Ο Μάριος Πλωρίτης υπήρξε σύντροφος της. Στις 18 Ιανουαρίου 1965 παντρεύτηκε με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ, συμφοιτητή της στη Δραματική Σχολή και στις 4 Ιουνίου 1969 γεννήθηκε ο γιος τους, Γιάννης. Στις 5 Ιουλίου 1975, οι δύο ηθοποιοί πήραν διαζύγιο (επισήμως λόγως ασυμφωνίας συμβιώσεως). Μαζί πρωταγωνίστησαν σε πολλά κινηματογραφικά και θεατρικά έργα, από τα πιο εμπορικά και πετυχημένα στην ιστορία του ελληνικού θεάματος.
Η σημαντική εμπορική κάμψη που σημείωσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο ελληνικός κινηματογράφος ώθησε την Βουγιουκλάκη να ασχοληθεί σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο. Το 1975 έφερε στην Ελλάδα τα μιούζικαλ, με το έργο του Νιλ Σάιμον "Καμπίρια". Ανέβασε επίσης με μεγάλη επιτυχία και άλλα έργα του είδους, όπως το "Καμπαρέ", τη "Τζούλια" και την "Εβίτα" με τελευταίο το μιούζικαλ "Η μελωδία της ευτυχίας".
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έκανε ένα δεύτερο γάμο το 1980 με τον κύπριο επιχειρηματία Γιώργο Ηλιάδη ο οποίος έμεινε μυστικός για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του. Η τελετη έγινε κυριολεκτικά στο κέντρο της Αθήνας (στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών) και το γεγονός αποκαλύψε το 1993 η ίδια σε τηλεοπτική εκπομπή. (Ενώπιος Ενωπίω - Νίκος Χατζηνικολάου).
Τελευταίος σύντροφος της ζωής της - για μια δεκαετία (1986)- ήταν ο ηθοποιός Κώστας Σπυρόπουλος.
Πέθανε στις 23 Ιουλίου 1996 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών μετά από σύντομη μάχη με τον καρκίνο. Η σορός της τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 25 Ιουλίου 1996 η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της αλλά και απλού κόσμου παρά την αποπνικτική ζέστη που επικρατούσε.
Δέκα χρόνια μετά το θάνατό της, πήγε να τη συναντήσει η μητέρα της Έμμυ (Αιμιλία Βουγιουκλάκη - Κουμουνδούρου) στις 29 Ιουνίου 2006, σε ηλικία 96 ετών.
Το ευρύ κοινό στήριξε πάντοτε τη Βουγιουκλάκη σε όλα της τα καλλιτεχνικά εγχειρήματα. Ωστόσο μια μερίδα της κριτικής διατύπωσε αρκετές επιφυλάξεις, όχι τόσο για το ταλέντο της και τον επαγγελματισμό της όσο για τους μανιερισμούς και τα στερεότυπα που εισήγαγε στον χώρο του θεάματος. Παρά τις όποιες αδυναμίες της, η Βουγιουκλάκη όχι απλώς ως ηθοποιός αλλά ως είδωλο κατέληξε να αντιπροσωπεύει καλύτερα από κάθε άλλο καλλιτέχνη μια ολόκληρη εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας που έχει πολιτογραφηθεί στην κοινή συνείδηση ως η εποχή της νεότητας και της αθωότητας. [www.wikipedia.org]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου